αραμενος

αραμενος
    ἀράμενος
    part. aor. med. к αἴρω См. αιρω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αραμενος" в других словарях:

  • ἀράμενος — ἀρά̱μενος , ἀράομαι pray to pres part mp masc nom sg (doric aeolic) ἀρά̱μενος , ἀράζω snarl fut part mid masc nom sg (doric aeolic) ἀ̱ράμενος , αἴρω attach aor part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνόδεσμος — κυνόδεσμος, ὁ (Α) λουρί ή σχοινί με το οποίο είναι δεμένο το σκυλί («τὸν κυνόδεσμον ἀράμενος περιῆγε τὰς χεῑρας ὡς δήσων», Λόγγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + δεσμος (< δεσμός < δέω), πρβλ. κατά δεσμος, κρή δεσμος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»